Τσιπουρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τσιπουρόπουλος | οι | Τσιπουρόπουλοι & Τσιπουροπουλαίοι1 |
γενική | του | Τσιπουρόπουλου & Τσιπουροπούλου |
των | Τσιπουρόπουλων2 & Τσιπουροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Τσιπουρόπουλο | τους | Τσιπουρόπουλους3 & Τσιπουροπουλαίους |
κλητική | Τσιπουρόπουλε | Τσιπουρόπουλοι & Τσιπουροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Τσιπουροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Τσιπουροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τσιπουρόπουλος < Τσιπούρ(ας) ή Τσιπουρ(άς) + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιπουρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Τσιπουροπούλου)