Τσεπέλοβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τσεπέλοβο | ||
γενική | του | Τσεπελόβου & Τσεπέλοβου | ||
αιτιατική | το | Τσεπέλοβο | ||
κλητική | Τσεπέλοβο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τσεπέλοβο < επώνυμο Τσεπέλ(ης) + -οβο (< σλαβικής προέλευσης -ово < πρωτοσλαβική *-ovъ, επίθημα σχηματισμού τοπωνυμίων)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tseˈpe.lo.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐πέ‐λο‐βο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσεπέλοβο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τσεπέλοβο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κώστας Ευ. Οικονόμου, Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων, Γλωσσολογική εξέταση, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002, σελ. 291.