Τσεμποξάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡se.boˈksa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐μπο‐ξά‐ρι
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσεμποξάρι ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τσεμποξάρι
|