↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσαπουρνιώτισσα οι Τσαπουρνιώτισσες
      γενική της Τσαπουρνιώτισσας των Τσαπουρνιωτισσών
    αιτιατική την Τσαπουρνιώτισσα τις Τσαπουρνιώτισσες
     κλητική Τσαπουρνιώτισσα Τσαπουρνιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τσαπουρνιώτισσα < Τσαπουρνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa.puɾˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσα‐πουρ‐νιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τσαπουρνιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τσαπουρνιώτης