Τριτοπάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τριτοπάτωρ | οἱ | Τριτοπάτορες |
γενική | τοῦ | Τριτοπάτορος | τῶν | Τριτοπατόρων |
δοτική | τῷ | Τριτοπάτορῐ | τοῖς | Τριτοπάτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Τριτοπάτορᾰ | τοὺς | Τριτοπάτορᾰς |
κλητική ὦ! | Τριτοπάτορ | Τριτοπάτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τριτοπάτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Τριτοπατόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Συνήθως στον ενικό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τριτοπάτωρ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤριτοπάτωρ αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Τριτοπάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.