Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Τρίκορφον τὰ Τρίκορφα
      γενική τοῦ Τρικόρφου τῶν Τρικόρφων
      δοτική τῷ Τρικόρφ τοῖς Τρικόρφοις
    αιτιατική τὸ Τρίκορφον τὰ Τρίκορφα
     κλητική ! Τρίκορφον Τρίκορφα
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τρίκορφον < → δείτε τις λέξεις τρι- και κορυφή και αρχαία ελληνική τρικόρυφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρίκορφον ουδέτερο

Μεταγραφές επεξεργασία