Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Τζιμαίικα
      γενική των Τζιμαίικων
    αιτιατική τα Τζιμαίικα
     κλητική Τζιμαίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τζιμαίικα < επώνυμο Τζίμ(ας) + -αίικα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡ziˈme.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τζι‐μαί‐ι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τζιμαίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία