↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τζαμάικα
      γενική της Τζαμάικας
    αιτιατική την Τζαμάικα
     κλητική Τζαμάικα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τζαμάικα < αγγλική Jamaica[1] < ταΐνο Xaymaca (χώρα του ξύλου και του νερού) < maca (ξύλο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡zaˈmai̯.ka/ & /d͡zaˈma.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τζα‐μάι‐κα ή Τζα‐μά‐ι‐κα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τζαμάικα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)