Τζάρτζανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τζάρτζανος | οι | Τζάρτζανοι |
γενική | του | Τζάρτζανου & Τζαρτζάνου |
των | Τζάρτζανων & Τζαρτζάνων |
αιτιατική | τον | Τζάρτζανο | τους | Τζάρτζανους & Τζαρτζάνους |
κλητική | Τζάρτζανε | Τζάρτζανοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τζάρτζανος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈd͡zaɾ.d͡za.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζάρ‐τζα‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤζάρτζανος αρσενικό (θηλυκό Τζάρτζανου)
- ανδρικό επώνυμο
- ⮡ Η Γραμματική του Τζάρτζανου, του Αχιλλέως Τζαρτζάνου, συντρόφεψε τους μαθητές πολλών γενεών στο ελληνικό σχολείο.
- Αχιλλεύς Τζάρτζανος, ο φιλόλογος Αχιλλέας Τζάρτζανος
- ⮡ Η Γραμματική του Τζάρτζανου, του Αχιλλέως Τζαρτζάνου, συντρόφεψε τους μαθητές πολλών γενεών στο ελληνικό σχολείο.