Τεχεσθώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τεχεσθώτης | οἱ | Τεχεσθῶται |
γενική | τοῦ | Τεχεσθώτου | τῶν | Τεχεσθωτῶν |
δοτική | τῷ | Τεχεσθώτῃ | τοῖς | Τεχεσθώταις |
αιτιατική | τὸν | Τεχεσθώτην | τοὺς | Τεχεσθώτᾱς |
κλητική ὦ! | Τεχεσθῶτᾰ | Τεχεσθῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τεχεσθώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Τεχεσθώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τεχεσθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤεχεσθώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Τεχεσθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven