Τατζικιστανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τατζικιστανός < Τατζικιστάν + -ός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τατζικιστανός αρσενικό (θηλυκό Τατζικιστανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Τατζικιστάν ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τατζικιστανός
|