Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Σώνος
      γενική του Σώνου
    αιτιατική τον Σώνο
     κλητική Σώνε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σώνος < (καθαρεύουσα) Σῶνος < προσαρμοσμένο λόγιο δάνειο από τη γαλλική Saône (προφορά /son/) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σώνος αρσενικό, μόνο στον ενικό