Σον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Σον < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική Sean (προφορά /ʃɔːn/) → και δείτε Sean στο αγγλικό Βικιλεξικό
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σον αρσενικό, άκλιτο
- αγγλικόανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Ιωάννης, ιρλανδικής προέλευσης
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Σων (μη απλοποιημένη γραφή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Σον Κόνερι στη Βικιπαίδεια
(1930-2020), σκοτσέζος ηθοποιός
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Σον < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική Saône (προφορά /son/)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σον αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- ποταμός της Γαλλίας, παραπόταμος του Ροδανού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Σώνος (παρωχημένο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Σον στη Βικιπαίδεια
(για τον ποταμό)