Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Σύχνικο
      γενική του Σύχνικου
    αιτιατική το Σύχνικο
     κλητική Σύχνικο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σύχνικο < → δείτε τη λέξη Σίχνικο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.xni.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σύ‐χνι‐κο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σύχνικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία