Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σφήττιος οἱ Σφήττιοι
      γενική τοῦ Σφηττίου τῶν Σφηττίων
      δοτική τῷ Σφηττί τοῖς Σφηττίοις
    αιτιατική τὸν Σφήττιον τοὺς Σφηττίους
     κλητική ! Σφήττιε Σφήττιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σφηττίω
γεν-δοτ τοῖν  Σφηττίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σφήττιος < Σφηττ(ός) + -ιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σφήττιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Σφηττού
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία