Σφήττιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σφήττιος | οἱ | Σφήττιοι |
γενική | τοῦ | Σφηττίου | τῶν | Σφηττίων |
δοτική | τῷ | Σφηττίῳ | τοῖς | Σφηττίοις |
αιτιατική | τὸν | Σφήττιον | τοὺς | Σφηττίους |
κλητική ὦ! | Σφήττιε | Σφήττιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σφηττίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σφηττίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣφήττιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Σφηττού
- ανδρικό όνομα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Σφηττός
Αναφορές
επεξεργασία- Σφηττός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.