Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Συμβιώτης οἱ Συμβιῶται
      γενική τοῦ Συμβιώτου τῶν Συμβιωτῶν
      δοτική τῷ Συμβιώτ τοῖς Συμβιώταις
    αιτιατική τὸν Συμβιώτην τοὺς Συμβιώτᾱς
     κλητική ! Συμβιῶτ Συμβιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Συμβιώτ
γεν-δοτ τοῖν  Συμβιώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Συμβιώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συμβιώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία