Συμβιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Συμβιώτης | οἱ | Συμβιῶται |
γενική | τοῦ | Συμβιώτου | τῶν | Συμβιωτῶν |
δοτική | τῷ | Συμβιώτῃ | τοῖς | Συμβιώταις |
αιτιατική | τὸν | Συμβιώτην | τοὺς | Συμβιώτᾱς |
κλητική ὦ! | Συμβιῶτᾰ | Συμβιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Συμβιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Συμβιώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συμβιώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυμβιώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press