Δείτε επίσης: Στρατοκλῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στρατοκλής οι Στρατοκλείς
Στρατοκλήδες**
      γενική του Στρατοκλή
Στρατοκλέους*
των Στρατοκλέων
Στρατοκλήδων
    αιτιατική τον Στρατοκλή τους Στρατοκλείς
Στρατοκλήδες
     κλητική Στρατοκλή Στρατοκλείς
Στρατοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στρατοκλής < αρχαία ελληνική Στρατοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε {στρατο- + -κλής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.toˈklis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρα‐το‐κλής

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στρατοκλής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία