Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στουρνάρας οι Στουρνάρηδες
Στουρναραίοι
      γενική του Στουρνάρα των Στουρνάρηδων
Στουρναραίων
    αιτιατική τον Στουρνάρα τους Στουρνάρηδες
Στουρναραίους
     κλητική Στουρνάρα Στουρνάρηδες
Στουρναραίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στουρνάρας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stuɾˈna.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στουρ‐νά‐ρας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στουρνάρας αρσενικό (θηλυκό Στουρνάρα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία