Σταύρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σταύρακας | οι | Σταύρακες |
γενική | του | Σταύρακα | των | Σταύρακων |
αιτιατική | τον | Σταύρακα | τους | Σταύρακες |
κλητική | Σταύρακα | Σταύρακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σταύρακας < Σταύρ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -ακας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣταύρακας αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σταύρακας
|