Σταυροδρόμιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Σταυροδρόμιον | τὰ | Σταυροδρόμια | ||||
γενική | τοῦ | Σταυροδρομίου | τῶν | Σταυροδρομίων | ||||
δοτική | τῷ | Σταυροδρομίῳ | τοῖς | Σταυροδρομίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Σταυροδρόμιον | τὰ | Σταυροδρόμια | ||||
κλητική ὦ! | Σταυροδρόμιον | Σταυροδρόμια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σταυροδρόμιον < σταυροδρόμιον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣταυροδρόμιον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας (νεοελληνική ονομασία: Σταυροδρόμι)