↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σταυραετός οι Σταυραετοί
      γενική του Σταυραετού των Σταυραετών
    αιτιατική τον Σταυραετό τους Σταυραετούς
     κλητική Σταυραετέ Σταυραετοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σταυραετός < σταυραετός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.vɾa.eˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σταυ‐ρα‐ε‐τός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σταυραετός αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σταυραετού)
  2. κορυφή βουνού της Αττικής, στο νότιο τμήμα του Υμηττού[1]

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 326