Σπαταναία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σπαταναία < Σπαταναί(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spa.taˈne.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπα‐τα‐ναί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σπαταναία θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σπαταναίος
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπαταναίος
Σπαταναία
|