Σπαθιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σπαθιώτης < (περιοχή) Σπαθ(ία) + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπαθιώτης αρσενικό (θηλυκό: Σπαθιώτη)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Μεταφραστές […] Σοφοκλέους, Θ. Α. | Σπαθιώτης, Δ. Α. […] («Λογοτεχνικές μεταφράσεις προς την νέα ελληνική. Η μεταφραστική παραγωγή του μείζονος ελληνισμού την περίοδο 1880-2005», στο ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας· πρόσβαση: 2019-11-22)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΣπαθιώτης αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: Σπαθιώτες) θηλυκό Σπαθιώτισσα
- ονομασία των κρυπτοχριστιανών στην Ήπειρο και στη Νότιο Αλβανία
- ※ Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του νεομάρτυρα Νικοδήμου Δέδε ή Δάλλα, που καταγόταν από το Βυθκούκε του Βερατίου, κατ' άλλους όμως ήταν κρυπτοχριστιανός Σπαθιώτης (από τη διδακτ. διατριβή της Ελευθερίας Ι. Νικολαΐδου, Οι κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας (Ιωάννινα: Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1978), σ. 62)
Πηγές
επεξεργασία- Νίκος Μηλιώρης, Οι κρυπτοχριστιανοί. Μελέτη (Αθήνα: Ένωση Σμυρναίων, 1962).
- π. Στυλιανός Αγάθος, Ο ́«κρυπτοχριστιανισμός» ως ιστορικό φαινόμενο στους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της ΝΑ Ευρώπης, από τον 9ο έως και τον 19ο αιώνα, μεταπτ. διπλωμ. εργασία (Θεσσαλονίκη: Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, 2017).
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σπαθιώτης
|