Σπαθιώτες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣπαθιώτες αρσενικό (ως επώνυμο)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Σπαθιώτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΣπαθιώτες αρσενικό (ως θρησκευτικό προσωνύμιο)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Σπαθιώτης
- ※ Οι Λινοβάμβακοι της Κρήτης και της Κύπρου και οι Σπαθιώτες (τίτλος του 12ου κεφ. της μελέτης του Ν. Μηλιώρη, Οι κρυπτοχριστιανοί, ιστότοπος του βιβλιοπωλείου Πολιτεία· πρόσβαση: 2019-11-22)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σπαθιώτες