Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπάτας οι Σπάτηδες
Σπαταίοι
      γενική του Σπάτα των Σπάτηδων
Σπαταίων
    αιτιατική τον Σπάτα τους Σπάτηδες
Σπαταίους
     κλητική Σπάτα Σπάτηδες
Σπαταίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπάτας < αρβανίτικη Shpata

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspa.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπά‐τας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σπάτας αρσενικό (θηλυκό Σπάτα)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]