Σμυρνιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σμυρνιώτισσα < Σμυρνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zmiɾˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμυρ‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣμυρνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σμυρνιώτης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σμυρνιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σμύρνη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμυρνιώτης