Δείτε επίσης: σκυριανή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκυριανή οι Σκυριανές
      γενική της Σκυριανής των Σκυριανών
    αιτιατική τη Σκυριανή τις Σκυριανές
     κλητική Σκυριανή Σκυριανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκυριανή < Σκυριαν(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciɾ.ʝaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκυ‐ρια‐νή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκυριανή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκυριανός

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Σκύρος