Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκιπετάρος οι Σκιπετάροι
      γενική του Σκιπετάρου των Σκιπετάρων
    αιτιατική τον Σκιπετάρο τους Σκιπετάρους
     κλητική Σκιπετάρε Σκιπετάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκιπετάρος < αλβανική shqiptar + -ος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sci.peˈta.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκι‐πε‐τά‐ρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκιπετάρος αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202