ταξιανθία άνηθου της οικογενείας των σκιαδοφόρων

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκιαδοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαδοφόρος < σκιάδιον + -φόρος λατ. umbriferae, αυτός που φέρει σκιάδι (καπέλο)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκιαδοφόρα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

επεξεργασία