σκιάδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκιάδιον | τὰ | σκιάδιᾰ |
γενική | τοῦ | σκιαδίου | τῶν | σκιαδίων |
δοτική | τῷ | σκιαδίῳ | τοῖς | σκιαδίοις |
αιτιατική | τὸ | σκιάδιον | τὰ | σκιάδιᾰ |
κλητική ὦ! | σκιάδιον | σκιάδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκιαδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκιαδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιάδιον, -ου ουδέτερο
- μορφή του σκιάδειον
Πηγές
επεξεργασία- σκιάδειον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκιάδιον, σκιάδειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.