Δείτε επίσης: σκιάδιο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκιάδιον τὰ σκιάδι
      γενική τοῦ σκιαδίου τῶν σκιαδίων
      δοτική τῷ σκιαδί τοῖς σκιαδίοις
    αιτιατική τὸ σκιάδιον τὰ σκιάδι
     κλητική ! σκιάδιον σκιάδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκιαδίω
γεν-δοτ τοῖν  σκιαδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιάδιον, -ου ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία