Σκαμνιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκαμνιώτισσα < Σκαμνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈmɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐μνιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκαμνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σκαμνιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- σκαμνιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σκαμνιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκαμνιώτης
Σκαμνιώτισσα
|