Σκαλιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκαλιστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ska.liˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐λι‐στή‐ρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκαλιστήρας αρσενικό (θηλυκό Σκαλιστήρα)