Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σενψενθώτης οἱ Σενψενθῶται
      γενική τοῦ Σενψενθώτου τῶν Σενψενθωτῶν
      δοτική τῷ Σενψενθώτ τοῖς Σενψενθώταις
    αιτιατική τὸν Σενψενθώτην τοὺς Σενψενθώτᾱς
     κλητική ! Σενψενθῶτ Σενψενθῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σενψενθώτ
γεν-δοτ τοῖν  Σενψενθώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σενψενθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σενψενθώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • Σενψενθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven