Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σενδώτης οἱ Σενδῶται
      γενική τοῦ Σενδώτου τῶν Σενδωτῶν
      δοτική τῷ Σενδώτ τοῖς Σενδώταις
    αιτιατική τὸν Σενδώτην τοὺς Σενδώτᾱς
     κλητική ! Σενδῶτ Σενδῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σενδώτ
γεν-δοτ τοῖν  Σενδώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σενδώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σενδώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • Σενδώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven