Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σεμίραμη
      γενική της Σεμίραμης
    αιτιατική τη Σεμίραμη
     κλητική Σεμίραμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεμίραμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σεμίραμις, γενική της Σεμιράμεως < απώτατη αρχή, η ακκαδική 𒊩𒊓𒄠𒈬𒊏𒆳 (Shammuramat)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεμίραμη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)