Σαφής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαφής | οι | Σαφήδες & Σαφαίοι |
γενική | του | Σαφή | των | Σαφήδων & Σαφαίων |
αιτιατική | τον | Σαφή | τους | Σαφήδες & Σαφαίους |
κλητική | Σαφή | Σαφήδες & Σαφαίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σαρρής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σαφής < σαφής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαφής αρσενικό (θηλυκό Σαφή)