Σαραντίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαραντίτης | οι | Σαραντίτηδες |
γενική | του | Σαραντίτη* | των | Σαραντίτηδων |
αιτιατική | τον | Σαραντίτη | τους | Σαραντίτηδες |
κλητική | Σαραντίτη | Σαραντίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σαραντίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σαραντίτης < + -ίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαραντίτης αρσενικό (θηλυκό Σαραντίτη ή Σαραντίτου)