Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαμαλτάνα οι Σαμαλτάνες
      γενική της Σαμαλτάνας των Σαμαλτάνων
    αιτιατική τη Σαμαλτάνα τις Σαμαλτάνες
     κλητική Σαμαλτάνα Σαμαλτάνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαμαλτάνα < ίσως: τουρκική Samat (όνομα διαφόρων τουρκικών χωριών, π.χ. στην επαρχία Simav της Κιουτάχειας) + επίθημα -lan (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαμαλτάνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία