Σακκάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σακκάρης < + -άρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈka.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σακ‐κά‐ρης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σακκάρης αρσενικό (θηλυκό Σακκάρη)