Σάρολας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σάρολας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsa.ɾo.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σά‐ρο‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σάρολας αρσενικό (θηλυκό Σάρολα)
Σάρολας αρσενικό (θηλυκό Σάρολα)