Σάλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σάλος | οι | Σάλοι |
γενική | του | Σάλου | των | Σάλων |
αιτιατική | τον | Σάλο | τους | Σάλους |
κλητική | Σάλε | Σάλοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάλος < σάλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάλος αρσενικό (θηλυκό Σάλου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σάλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάλος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press