Δείτε επίσης: Ροδώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρόδω οι Ρόδες
      γενική της Ρόδως των Ρόδων
    αιτιατική τη Ρόδω τις Ρόδες
     κλητική Ρόδω Ρόδες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρόδω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾo.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρό‐δω

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ρόδω θηλυκό