ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πτολεμαΐς αἱ Πτολεμαΐδες
      γενική τῆς Πτολεμαΐδος τῶν Πτολεμαΐδων
      δοτική τῇ Πτολεμαΐδ ταῖς Πτολεμαΐσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Πτολεμαΐδ τὰς Πτολεμαΐδᾰς
     κλητική ! Πτολεμαΐς* Πτολεμαΐδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πτολεμαΐδε
γεν-δοτ τοῖν  Πτολεμαΐδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πτολεμαΐς < θηλυκό του Πτολεμαῖος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
Πτολεμαΐς, -ΐδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη ονομασία πόλεων της αρχαιότητας προς τιμή των Πτολεμαίων
  3. ονομασία φυλής της αρχαίας Αττικής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)