↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
      γενική τοῦ ἄορος τῶν ἀόρων
      δοτική τῷ ἄορ τοῖς ἄορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
     κλητική ! ἄορ ἄορ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀόροιν
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἄορ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση Υγρόληκτα μονόθεμα ακατάληκτα ουδέτερα σε -αρ, γενική -αρος


{{grc-κλίση-'άορ'}}


Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἄορ' (αρχαία ελληνικά)


  • |παρατήρηση= Προσθέτει στον πίνακα κλίσης μια γραμμή με το κείμενο που θα γράψουμε.
  • |λήμμα= Aν επιθυμούμε να κλίνουμε άλλο λήμμα απ' αυτό της σελίδας όπου βρισκόμαστε.
  • |θέματα=   Επιπλέον γραμμή όπου συμπληρώνουμε προαιρετικά το θέμα με την προσωδία του
Lua logo
Αυτό το πρότυπο
χρησιμοποιεί LUA
Module:grc-nouns-decl/3


Καλείται το Module:grc-nouns-decl/3.