Πραώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πραώτης | οἱ | Πραῶται |
γενική | τοῦ | Πραώτου | τῶν | Πραωτῶν |
δοτική | τῷ | Πραώτῃ | τοῖς | Πραώταις |
αιτιατική | τὸν | Πραώτην | τοὺς | Πραώτᾱς |
κλητική ὦ! | Πραῶτᾰ | Πραῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πραώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πραώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πραώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠραώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Πραώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven