Πολύχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πολύχρονος < πολύχρονος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λύ‐χρο‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύχρονος αρσενικό (θηλυκό Πολύχρονου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πολύχρονος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύχρονος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press