Πολυμνία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Πολυμνίᾱ | αἱ | Πολυμνίαι |
γενική | τῆς | Πολυμνίᾱς | τῶν | Πολυμνιῶν |
δοτική | τῇ | Πολυμνίᾳ | ταῖς | Πολυμνίαις |
αιτιατική | τὴν | Πολυμνίᾱν | τὰς | Πολυμνίᾱς |
κλητική ὦ! | Πολυμνίᾱ | Πολυμνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολυμνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολυμνίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πολυμνία θηλυκό
- γυναικείο όνομα, συνηρημένη μορφή του Πολυυμνία, άλλη μορφή του Πολύμνια