Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πολυβώτης οἱ Πολυβῶται
      γενική τοῦ Πολυβώτου τῶν Πολυβωτῶν
      δοτική τῷ Πολυβώτ τοῖς Πολυβώταις
    αιτιατική τὸν Πολυβώτην τοὺς Πολυβώτᾱς
     κλητική ! Πολυβῶτ Πολυβῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πολυβώτ
γεν-δοτ τοῖν  Πολυβώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολυβώτης < -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολυβώτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία