Πολυβώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πολυβώτης | οἱ | Πολυβῶται |
γενική | τοῦ | Πολυβώτου | τῶν | Πολυβωτῶν |
δοτική | τῷ | Πολυβώτῃ | τοῖς | Πολυβώταις |
αιτιατική | τὸν | Πολυβώτην | τοὺς | Πολυβώτᾱς |
κλητική ὦ! | Πολυβῶτᾰ | Πολυβῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολυβώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολυβώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολυβώτης < -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολυβώτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία και νέα ελληνικά: Πολυβώτης
|
Πηγές
επεξεργασία- Πολυβώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.