Ποιμενόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ποιμενόπουλος | οι | Ποιμενόπουλοι & Ποιμενοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ποιμενόπουλου & Ποιμενοπούλου |
των | Ποιμενόπουλων2 & Ποιμενοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ποιμενόπουλο | τους | Ποιμενόπουλους3 & Ποιμενοπουλαίους |
κλητική | Ποιμενόπουλε | Ποιμενόπουλοι & Ποιμενοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ποιμενοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ποιμενοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ποιμενόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοιμενόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ποιμενοπούλου)