Πλαταιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πλαταιεύς | οἱ | Πλαταιεῖς - Πλαταιῆς* |
γενική | τοῦ | Πλαταιέως & Πλαταιῶς |
τῶν | Πλαταιέων & Πλαταιῶν |
δοτική | τῷ | Πλαταιεῖ | τοῖς | Πλαταιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Πλαταιέᾱ & Πλαταιᾶ |
τοὺς | Πλαταιέᾱς & Πλαταιᾶς |
κλητική ὦ! | Πλαταιεῦ | Πλαταιεῖς - Πλαταιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πλαταιῆ1 ή Πλαταιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πλαταιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πλαταιεύς < Πλάταια, Πλαται(αί) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΠλαταιεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) των Πλαταιέων
- ανδρικό όνομα
Πηγές
επεξεργασία- Πλάταια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πλαταιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press