↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πλαταιεύς οἱ Πλαταιεῖς - Πλαταιῆς*
      γενική τοῦ Πλαταιέως
Πλαταιῶς
τῶν Πλαταιέων
Πλαταιῶν
      δοτική τῷ Πλαταιεῖ τοῖς Πλαταιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πλαταιέ
Πλαται
τοὺς Πλαταιέᾱς
Πλαταιᾶς
     κλητική ! Πλαταιεῦ Πλαταιεῖς - Πλαταιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πλαται1 ή Πλαταιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Πλαταιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πλαταιεύς < Πλάταια, Πλαται(αί) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Πλαταιεύς αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) των Πλαταιέων
  2. ανδρικό όνομα